- φιλόλουτρος
- φιλόλουτροςfond of bathingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόλουτρος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να πλένεται 2. (για αλοιφή για τα μάτια) κατάλληλος για λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λουτρος (< λουτρόν)] … Dictionary of Greek
φιλόλουτρον — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem acc sg φιλόλουτρος fond of bathing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολούτρους — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόλουτροι — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολουτρώ — έω, Α [φιλόλουτρος] μού αρέσει να πλένομαι … Dictionary of Greek